![]() |
Παρίσι, Μουσείο του Λούβρου. |
![]() |
Ma 3068-MND 1014 |
![]() |
Λευκό λεπτόκοκκο πεντελικό μάρμαρο με καστανή πατίνα. |
![]() |
Ύψ. 0,715μ., πλ. 0,41μ., πάχος 0,24μ. |
![]() |
Βρέθηκε τo 1855 στο Μητρώο του Πειραιά (παράνομες ανασκαφές του γαλλικού στρατού – με επικεφαλής τον αντισυνταγματάρχη E. de Vassoigne - κατά τη διάρκεια της κατοχής του Πειραιά στα πλαίσια του Κριμαϊκού Πολέμου – για το ιερό, τα ευρήματα και τη γαλλική ανασκαφή βλ. εν συντομία Vermaseren 1982, 68-70· Πετρόχειλος 1992, 24-25). Αγοράστηκε από το Μουσείο του Λούβρου σε δημοπρασία τον Μάιο του 1914. Προηγουμένως στη συλλογή αρχαιοτήτων του στρατηγού μαρκησίου de Vassoigne. |
![]() |
Στο Μητρώο του Πειραιά (άγνωστος ο ακριβής τόπος ανίδρυσης). |
![]() |
163/164 μ.Χ. (με βάση την επιγραφή – επί άρχοντος Φιλιστίδου· IG II2, 2887). |
![]() |
Δεν ακολουθείται κάποιος συγκεκριμένος αγαλματικός τύπος (ιματιοφόρος). |
![]() |
H κόμμωση ακολουθεί σύγχρονα αυτοκρατορικά εικονογραφικά πρότυπα («ModeFrisur»), ενώ το πρόσωπο είναι ιδεαλιστικό με ατομικά γνωρίσματα προχωρημένης ηλικίας. |
![]() |
Ιέρεια της Κυβέλης/Μεγάλης Μητέρας. |
![]() |
Ναι (IG II2, 2887). |
![]() |
Παναγιώτης Κωνσταντινίδης |
![]() |
2024-09-11 |
![]() |
Περιγραφή - Σχόλια:
Η προτομή σώζεται σχεδόν ακέραιη, μαζί με την ενεπίγραφη βάση της. Απολεπίσεις παρατηρούνται κατά τόπους στις πτυχές του ιματίου. Ίχνη ράσπας παρατηρούνται στην επιφάνεια των ενδυμάτων και τον αυχένα. Όλο το πίσω μέρος της προτομής, με το στήριγμα, έχει αφεθεί αδρά δουλεμένο με το ντισιλίδικο, υποδεικνύοντας ότι η πίσω πλευρά της προτομής δεν θα ήταν ορατή. Ίχνη κόκκινου χρώματος διατηρούνται κατά τόπους στα γράμματα της επιγραφής. Η επιφάνεια του προσώπου φέρει στίλβωση. Εικονίζεται ηλικιωμένη γυναίκα που στρέφει ελαφρώς το κεφάλι της προς τα δεξιά. Ρυτίδες δηλώνονται στην επιφάνεια του μετώπου και στις εξωτερικές άκρες των ματιών, το δέρμα αποδίδεται χαλαρό στις παρειές, κάτω από το σαγόνι υπάρχει μικρό προγούλι, ενώ στην επιφάνεια του λαιμού δηλώνεται ένας «δακτύλιος Αφροδίτης». Ατομικά γνωρίσματα αποτελούν, επίσης, το μικρό στρογγυλό πιγούνι και το επίμηκες στόμα με τα λεπτά χείλη. Το πρόσωπο είναι ωοειδές με πυκνά σμικτά φρύδια που δηλώνονται πλαστικά με εξόγκωση στην επιφάνεια του μαρμάρου (η υφή των επιμέρους τριχών αποδίδεται με εγχάραξη πυκνών λοξών γραμμών) και μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια με πλατιά βλέφαρα. Η ίριδα, η κόρη (σε σχήμα πέλτης· βλ. Π. Κωνσταντινίδης, Γυναικείοι δυναστικοί εικονιστικοί ανδριάντες αυτοκρατορικής περιόδου από την Ελλάδα [τέλη 1ου αι. π.Χ. – 5ος αι. μ.Χ.], Αθήνα 2024, 397-398, σημ. 524 και 531), ο δακρυϊκός πόρος και η μηνοειδής πτυχή δηλώνονται. Φορά χιτώνα και ιμάτιο που καλύπτει σχεδόν πλήρως τον κορμό. Ανάμεσα στο σώμα και στην ορθογώνια βάση υπάρχει ζώνη από φύλλα άκανθας, υποδεικνύοντας πιθανότατα ότι το πορτρέτο είναι μεταθανάτιο (βλ. Jucker 1961, 33-38· κατά άλλους η άκανθα αποτελεί σύμβολο ευημερίας – βλ. G. Daltrop, βιβλιοκρισία του Jucker 1961, GGA 217 [1965], 247-268· επίσης Χιώτη 2012, 32 με σχετική βιβλιογραφία στη σημ. 132). Το στήριγμα σχήματος ριπιδίου στο πίσω μέρος της κεφαλής επιβεβαιώνει την κατασκευή της προτομής σε αττικό εργαστήριο (για το χαρακτηριστικό αυτό βλ. Fittschen 2001, 71-77). Η κόμμωση χωρίζεται στην κορυφή του μετώπου σε δύο ίσα μέρη και κατευθύνεται με έντονους κυματισμούς προς τα πλάγια και προς τα πίσω, καλύπτοντας στην πορεία μεγάλο τμήμα των αυτιών. Στο πίσω μέρος της κεφαλής η μάζα των μαλλιών πλέκεται σε κοτσίδα που σχηματίζει ελισσόμενη σπειροειδώς μικρό κότσο (η υφή των επιμέρους βοστρύχων δηλώνεται με εγχάρακτα τρίγωνα και γραμμές). Στο υπόλοιπο, άνω, τμήμα του κρανίου, η κόμη διαμορφώνεται σε δύο ζώνες. Στην κορυφή του κρανίου τα μαλλιά χτενίζονται προς τα πίσω, ενώ στο διάστημα μεταξύ αυτών και της ζώνης κυματιστών βοστρύχων χαμηλά περιμετρικά του προσώπου υπάρχει σε κάθε πλευρά μία μικρή ομάδα βοστρύχων που είναι χτενισμένοι κάθετα. Από δύο μικροί σγουροί βόστρυχοι αφήνονται ελεύθεροι στην επιφάνεια του μαρμάρου εκατέρωθεν τον αυχένα. Όπως παρατηρεί η Ε. Χιώτη (2012, 163-164), η κόμμωση ακολουθεί τον όγδοο εικονογραφικό τύπο της Φαυστίνας της νεότερης απλοποιώντας τον σε ορισμένα σημεία (για τον τύπο βλ. Fittschen 1982, 37, 42, 43, 60-63 [162 μ.Χ.]). Η προτομή μπορεί να χρονολογηθεί με ακρίβεια το 163/164 μ.Χ. με βάση τα προσωπογραφικά στοιχεία της επιγραφής (βλ. Κ. de Kersauson 1996, 308), χρονολόγηση που συμφωνεί, τόσο με τον εικονογραφικό τύπο της κόμμωσης, όσο και με το μέγεθος του κορμού της εικονιζόμενης (περιλαμβάνει μεγάλο τμήμα του κορμού ως λίγο πιο κάτω από το στήθος· για τη χρονολόγηση προτομών με βάση το μέγεθος του κορμού βλ. R.R.R. Smith επιμ., Aphrodisias II. Roman Portrait Statuary from Aphrodisias, Mainz am Rhein 2006, 227 με σημ. 10 [R.R.R. Smith]). Αν και έχουν διατυπωθεί αντιρρήσεις (Jucker 1961, 97) με βάση την απουσία στροφίου ή στεφανιού, δεν υπάρχει λόγος να απορρίψουμε την αναγνώριση της εικονιζόμενης ως τη Μελιτίνη, κόρη του Πρίμου από την Παιανία (Μελιτίνη Πρίμου ἐκ Πεανιέων) που υπηρέτησε ως ιέρεια (ἱερατεύσασα), στο ιδιωτικό ιερό της Κυβέλης/Μητέρας των θεών και του Άττιδος στον Πειραιά (ανήκε σε ένωση λατρευτών). Η λατρευόμενη θεότητα δεν αναφέρεται στην επιγραφή, συνάγεται όμως με αρκετή βεβαιότητα από τα πολυάριθμα συνευρήματα της ανασκαφής, μεταξύ των οποίων και μακροσκελείς επιγραφές για τη λειτουργία και οργάνωση του ιερού (για τα υπόλοιπα ευρήματα του ιερού βλ. Vermaseren 1982, 68 κ.ε.· Πετρόχειλος 1992, 24-25). Οι επιγραφές αυτές μας πληροφορούν ότι η ένωση των λατρευτών (ὁργεώνες) διόριζε κάθε χρόνο μία ιέρεια της θεάς, η οποία συνεπικουρούνταν από άνδρες ιερείς, συμφωνώντας πλήρως με τις πληροφορίες της επιγραφής στη βάση της προτομής. Η επιγραφή μας πληροφορεί επιπλέον ότι η ανάθεση της προτομής στο ιερό έγινε από την ίδια τη Μελιτίνη (εάν η προτομή αποτελεί μεταθανάτιο πορτρέτο, πιθανότατα η ανάθεση θα ολοκληρώθηκε από την οικογένειά της), πιθανότατα με αφορμή την ολοκλήρωση της ετήσιας θητείας της ως ιέρειας. Όπως παρατηρεί και ο Η. Jucker (1961, 97) η ανάθεση πορτρέτων ιερέων ή μυστών σε ιδιωτικά ιερά και ενώσεις λατρευτών δεν είναι κάτι το ασύνηθες. Το πιο κοντινό παράλληλο αποτελεί η προτομή της Αυρηλίας Ευποσίας (ΙG XII 3, 1126), μέλους και ευεργέτιδος του Κοινού των μυστών του Διονύσου Τριετηρικού στο νησί της Μήλου, που ανιδρύθηκε από την ίδια στο ιδιωτικό ιερό του θεού (βλ. σχετικά Π. Κωνσταντινίδης, Ελληνιστική και ρωμαϊκή γλυπτική από τη Μήλο, Αθήνα 2016, 109-113, αρ. κατ. 35, εικ. 315-327, 152-175 μ.Χ. [αρχική διαμόρφωση]· βλ. και στο ίδιο 113-116, αρ. κατ. 36, εικ. 328-339 το ερμαϊκό πορτρέτο του ιεροφάντη Μάρκου Μαρίου Τροφίμου).
Βιβλιογραφία:
Α.Ι. Αντωνιάδης, «Πειραϊκαί αρχαιολογίαι», Αθηνά φύλλο αρ. 2318 (1855), 3· Γ. Παπασλιώτης, Αθηνά φύλλο αρ. 2325 (1855), 3· K.F. Hermann, «XIX. Die Verehrung der götterinutter im Piräeus nach neucntdeckten inschriften», Philologus 10 (1855), 294· E. Michon, Musée du Louvre, Département des antiquités grecques et romaines. Catalogue sommaire des marbres antiques, Paris 1918, 16 αρ. 3068· H. Jucker, Das Bildnis im Blätterkelch. Geschichte und Bedeutung einer römischen Porträtform, Olten 1961, 97-98, αρ. κατ. St 45, πίν. 38· J. Charbonneaux, La sculpture greque et romaine au Musée du Louvre, Paris 1963, 171, 172· Κ. Fittschen, Die Bildnistypen der Faustina minor und die Fecunditas Augustae, Göttingen 1982, 63· M.J. Vermaseren, Corpus cultus Cybelae Attidisque II, Leiden 1982, 95, αρ. 315· K. Fittschen, P. Zanker, Katalog der römischen Porträts in der Capitolinischen Museen und den anderen kommunalen Sammlungen der Stadt Rom III, Mainz am Rhein 1983, 85 σημ. 3 (στον αρ. κατ. 116; K. Fittschen)· K. Fittschen, «Über Sarkophage mit Portäts verschiedener Personen», MarbWPr 1984, 130 εικ. 1-2· H.R. Goette, «Zwei frühseverische Bildnisse in Bonn», BJb 184 (1984), 124 σημ. 17· Κ. de Kersauson, Musée du Louvre. Département des antiquités grecques et romaines. Catalogue des portraits romains II, Paris 1996, 308-309, αρ. κατ. 139· M. Bonanno-Aravantinos, «Un ritratto di sacerdotessa da una casa sull’Areopago», στο L. Bacchielli, M. Bonanno-Aravantinos (επιμ.), Scritti di antichità in memoria di Sandro Stucchi I, Roma 1996 (Studi Miscellanei 29), 344-345, 348· K. Fittschen, «Eine Werkstatt attischer Porträtbildhauer im 2 Jh. n. Chr.», στο C. Reusser (επιμ.), Griechenland in der Kaiserzeit. Kolloquium zum 60. Geburtstag von Prof. Dietrich Willers, Bern 12.-13. Juni 1998, Bern 2001, 74 αρ. 10, πίν. 12.3· Γ. Δεσπίνης, Θ. Στεφανίδου-Τιβερίου, Ε. Βουτυράς (επιμ.), Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης. Κατάλογος γλυπτών του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης ΙΙ, Θεσσαλονίκη 2003, 155 σημ. 2 (στον αρ. κατ. 268)· M.C. Sturgeon, Corinth IX.3. Sculpture. The Assemblage from the Theater, Princeton NJ 2004, 187 σημ. 112· C. Giroire, D. Roger (επιμ.), Roman Art from the Louvre, exhibition cat., Paris 2008, 246, αρ. κατ. 174· Ε. Χιώτη, «Επιδράσεις του έκτου εικονιστικού τύπου της Φαυστίνας της νεότερης στα ιδιωτικά πορτρέτα του ελλαδικού χώρου», στο Θ. Στεφανίδου-Τιβερίου, Π. Καραναστάση, Δ. Δαμάσκος (επιμ.), Κλασική παράδοση και νεωτερικά στοιχεία στην πλαστική της ρωμαϊκής Ελλάδας, πρακτικά διεθνούς συνεδρίου, Θεσσαλονίκη, 7-9 Μαΐου 2009, Θεσσαλονίκη 2012, 519· Ε. Χιώτη, Αυτοκρατορικά και ιδιωτικά πορτρέτα της εποχής των Αντωνίνων στην Ελλάδα (διδ. διατριβή Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης), Θεσσαλονίκη 2012, 163-164, 359-360, αρ. κατ. 212, πίν. 171, 175α (επιρροή από τον όγδοο εικονογραφικό τύπο της Φαυστίνας της νεότερης).